ἀνηρῆσθαι

ἀνηρῆσθαι
ἀνά-ἀράω 2
plough
perf inf mp (ionic)
ἀνά-ἀρέομαι
perf inf mp (attic epic doric ionic aeolic)
ἀνά-ἐράομαι
love
perf inf mp (attic ionic)
ἀνά-ἐρέομαι
ask
perf inf mp
ἀνά-ἐρέω
love
perf inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνῃρῆσθαι — ἀναιρέω take up perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύτανδρος — η, ο (AM αὔτανδρος, ον) [ανήρ] Ι. (συνήθως για βυθιζόμενα σκάφη) με όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα (πρβλ. α) «το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο» β) «αὐτάνδρους τὰς ναῡς ἀπέβαλον» γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον… …   Dictionary of Greek

  • επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”